Άρθρο του Νίκου Ρουκλιώτη
Ενώ ο εφιάλτης της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας καλά κρατεί και το ενδεχόμενο ενός βίαιου και αδόκητου χρηματοπιστωτικού Grexit καραδοκεί, η απόφαση του ΔΕΕ αναφορικά με το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων στην ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ έρχεται ως δίκην άλλης νομοτέλειας να δρομολογήσει σειρά νομικών και πολιτικών εξελίξεων κορυφώνοντας το «δράμα» της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές και πυρπολώντας κάθε εναπομείνασα ελπίδα επέλευσης ενός δίκαιου συμβιβασμού στο κρίσιμο ζήτημα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων (Ν. 1876/1990) που εύστοχα χαρακτηρίστηκε ήδη από τον Μάιο του 2015 ως ύστατο «κόκκινο οχυρό» (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Συλλογικές διαπραγματεύσεις, το ύστατο «κόκκινο οχυρό», Εφημερίδα των Συντακτών, 1105.2015). Η διαφαινόμενη και εν πολλοίς ειλημμένη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να βάλει στο «ψυγείο» το ζήτημα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων προκειμένου να αρθεί το veto των δανειστών ως προς την απαίτησή τους να καταργηθεί η διοικητική παρέμβαση του κράτους στις ομαδικές απολύσεις, φαίνεται να ανατρέπεται μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο το Δ.Ν.Τ. μάλλον βρήκε έναν απροσδόκητο σύμμαχο. Η απόφαση του ΔΕΕ θα λειτουργήσει ως βασικό νομικό οπλοστάσιο για τους δανειστές προκειμένου να αρθεί όχι μόνο ο φραγμός της διοικητικής έγκρισης των ομαδικών απολύσεων αλλά και να αυξηθεί το ποσοστό των επιτρεπόμενων ανά μήνα απολύσεων από το 5 % στο 10 %. Η κατάργηση του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις ιδίως ως προς το σκέλος εκείνο που αφορά τη διοικητική έγκριση του σχεδίου των ομαδικών απολύσεων από το κράτος υπήρξε πάγιο και διαχρονικό αίτημα των ελληνικών τραπεζών, αλλά και εκείνων των επιστημονικών επιτελείων που προσδεμένα στο άρμα της νεοφιλελεύθερης απολογητικής έκαναν λόγο για αντισυνταγματικότητα του νόμου και αντίθεσή του προς το κοινοτικό δίκαιο, αφού η υπέρμετρη προστασία των εργασιακών θέσεων κατέληγε σε «υπέρμετρη δέσμευση της επιχειρηματικής ελευθερίας και της ελευθερίας εγκατάστασης των επιχειρήσεων». Πίσω από αυτήν την νομική απολογητική βρισκόταν φυσικά η σχεδόν μονομανής νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί ανάγκης τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα μέσα από την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό, το Δ.Ε.Ε. σε αγαστή σύμπνοια και συνεργασία με το Δ.Ν.Τ. και ευθυγραμμιζόμενο με την ήδη παγιωμένη απορρυθμιστική του νομολογία κατά την τελευταία δεκαετία γύρω από τα εργασιακά ζητήματα (βλ. ενδεικτικά απόφαση Viking Line Laval όπου απεφάνθη για την πρωτοκαθεδρία της ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης κεφαλαίων σε σχέση με τις συλλογικές ελευθερίες και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα) δέχτηκε ότι ο ελληνικός νόμος για τις ομαδικές απολύσεις έρχεται σε αντίθεση με την κοινοτική οδηγία αφενός μεν διότι η κοινοτική οδηγία στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας, αφετέρου δε διότι τα τρία κριτήρια που θέτει ο ελληνικός νόμος (α) συνθήκες στην αγορά εργασίας, (β) κατάσταση επιχείρησης και (γ) συμφέρον της εθνικής οικονομίας είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή. Ως προς το κρίσιμο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος που έθεσε το Σ.τ.Ε. για το αν η ελληνική νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία, το Δ.Ε.Ε. ποιεί την νύσσα αποφαινόμενο ότι οι συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης και αυξημένης ανεργίας δεν δύνανται να διαφοροποιήσουν την κρίση του.
Ως προς το σκεπτικό που αποτέλεσε τη βάση του δικανικού συλλογισμού του Δ.Ε.Ε. πρέπει κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι βασικός σκοπός της κοινοτικής οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις είναι η προστασία των θέσεων εργασίας και η αντιμετώπιση του υπαρκτού πάντα κινδύνου της διακοπής επιχειρηματικής δραστηριότητας ή της φυγής επιχειρήσεων στο εξωτερικό προς άγραν φορολογικών ή εργασιακών παραδείσων. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινοτική οδηγία ρητά αναγνωρίζει τη δυνατότητα των κρατών – μελών να θεσπίζουν ευνοϊκότερες για τους μισθωτούς διατάξεις σύμφωνα πάντα και με τις εθνικές ιδιομορφίες που επικρατούν στο κράτος μέλος. Τέτοια αναμφίβολα διάταξη είναι και αυτή του ελληνικού νόμου που προβλέπει τη δυνατότητα του κράτους να μην εγκρίνει σχέδιο ομαδικών απολύσεων εφόσον κρίνει ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την κατάσταση επιχείρησης ή το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Η διοικητική παρέμβαση του κράτους, λοιπόν, εν προκειμένω αποτέλεσε μηχανισμό προστασίας του δικαιώματος εργασίας, το οποίο σε κάθε περίπτωση επέχει θέση αξιολογικής υπεροχής κατά τη σύγκρουσή του με το δικαίωμα στην επιχειρηματική ελευθερία ή διαφορετικά στην ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων. Οι «κραυγές διαμαρτυρίας» κατά του συγκεκριμένου μηχανισμού προστασίας επικαλούμενες τη δήθεν καταστρατήγηση της κοινοτικής οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις προφανώς παραγνώριζαν το γεγονός ότι η πραγματική καταστρατήγηση λειτουργούσε υπό το κράτος της παγιωμένης εργοδοτικής πρακτικής να προσφεύγει συστηματικά σε απολύσεις στο όριο των ομαδικών απολύσεων (5 % μηνιαίως για κάθε επιχείρηση) προκειμένου να παρακάμπτει τους φραγμούς που έθετε ο νόμος 1387/1983.
Όπως επίσης συνειδητά παραγνώριζαν ότι το Ελληνικό Σύνταγμα και οι ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν κατοχυρώνουν ένα οικονομικό σύστημα ελεύθερης οικονομίας στην πιο ανέλεγκτη και ακραία της μορφή, αλλά αντίθετα την «κοινωνικά δεσμευμένη οικονομία της αγοράς», όπερ σημαίνει ότι η επιχειρηματική ελευθερία και η ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων δεν αποτελούν «ιερές αγελάδες», αλλά υπακούουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές δεσμεύσεις και κυρίως στην κοινωνική δέσμευση του δικαιώματος εργασίας.
Αξίζει, τέλος, η υπόμνηση ότι και η συγκεκριμένη απόφαση του Δ.Ε.Ε. έρχεται σε αντίθεση με την νομική παράδοση και τον νομικό πολιτισμό που δημιούργησε το λεγόμενο «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», όπως ακριβώς σε αντίθεση έρχεται και η εν γένει ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που έχει ωθήσει τις εθνικές οικονομίες του Νότου σε κατάσταση ελεγχόμενης πτώχευσης. Το ενδεχόμενο της αύξησης του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων από το 5 % στο 10 % και της κατάργησης της διοικητικής έγκρισης του κράτους θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε περαιτέρω ύφεση, ενώ το ποσοστό ανεργίας διαμορφώνεται με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο 23,1 % (1.111.000 άνεργοι κατά τον Σεπτέμβριο του 2016).