πηγή: Real.gr (ρεπορτάζ: Μαυρούλη Αργυρώ) |
Στόχος των προσφυγών θα είναι η επανεξέταση των μισθολογικών απολαβών, αλλά και άλλων εργασιακών σχέσεων και όρων, που προβλέπουν ατομικές, επιχειρησιακές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν και εφαρμόστηκαν χωρίς την σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα έπειτα από 1,5 και πλέον έτος, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη που απαγορεύει τη μονομερή προσφυγή στον Οργανισμό μετά την προσφυγή που είχαν κάνει η ΓΣΕΕ και η ΟΤΟΕ κατά της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6 (ΠΥΣ 6/2012) . Πρόκειται για το άρθρο που απαγόρευε τη μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ κάτι που κρίθηκε ως αντίθετο με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ο δικηγόρος- εργατολόγος Δημήτρης Περπατάρης αναλύει στο Real.gr τη σημασία της απόφασης του ΣτΕ, επισημαίνοντας ότι με αυτό τον τρόπο ανοίγει εκ νέου ο δρόμος των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αμοιβή των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Με τις τελευταίες αλλαγές στη λειτουργία του ΟΜΕΔ, ουσιαστικά είχε καταργηθεί η μεσολάβηση.
Αναλυτικά, το άρθρο 3 παρ. 1 καθιέρωνε το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου περιόριζε την προσφυγή στη διαιτησία αποκλειστικά στον καθορισμό βασικού μισθού ή/και βασικού ημερομισθίου με απαγόρευση ρύθμισης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, ακόμη και διατηρητικών ρητρών, ενώ η παράγραφος 4 όριζε ότι εκκρεμείς προσφυγές στον ΟΜΕΔ αν μεν είχαν κατατεθεί μονομερώς ετίθεντο στο αρχείο, ενώ αν είχαν κατατεθεί με κοινή συμφωνία κρίνονταν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ΠΥΣ 6/2012.
Mε την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς στον ΟΜΕΔ.
Με την ΠΥΣ καταργήθηκε η δυνατότητα με αποτέλεσμα σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, να μην υπάρχει δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της ΠΥΣ έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
«Η απόφαση του ΣτΕ ενεργοποιεί εκ νέου των θεσμών των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι εργαζόμενοι αποκτούν ξανά την προσδοκία να πετύχουν καλύτερες μισθολογικές απολαβές από τις κατώτατες που έχει θεσμοθετήσει το κράτος. Οι εργοδότες πλέον, σε περίπτωση προσφυγής, καλούνται κατά την διάρκεια της μεσολάβησης να βρουν τη χρυσή τομή σε συμφωνία με τους εργαζόμενους, ενώ σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό καλούνται να συμμορφωθούν με την απόφαση της διαιτησίας», διευκρινίζει ο κ. Περπατάρης.
Σημειώνεται ότι η διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και οποιαδήποτε απόφαση τίθεται σε ισχύ από την ημέρα έκδοσης της. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν αποφάσεις με θετική έκβαση για τους εργαζόμενους δεν θα έχουν αναδρομική ισχύ.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , αποτελεί ρωγμή στη λογική των μνημονίων και είναι μια ακόμη δικαίωση των αγώνων της ΓΣΕΕ. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εκτιμούν ότι με την ακύρωση της επίμαχης διάταξης θα αναβιώσει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που αποτελεί τον επικουρικό μηχανισμό στήριξης της συλλογικής αυτονομίας και εξασφαλίζει την ύπαρξη συλλογικών ρυθμίσεων. Θα αποκατασταθεί ακόμη η δυνατότητα ρύθμισης με διαιτητική απόφαση του συνόλου των όρων εργασίας που μέχρι σήμερα είχαν εγκαταλειφθεί στην ατομική διαπραγμάτευση.
Όσο για τα υπόλοιπα μέτρα της συγκεκριμένης ΠΥΣ, που έχει μείνει γνωστή ως «2ο Μνημόνιο» η Συνομοσπονδία προτίθεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Με ανακοίνωσή της και η ΟΤΟΕ χαρακτηρίζει την απόφαση του ΣτΕ βαρυσήμαντη, καθώς «επιβάλλεται από το Σύνταγμα στο Νομοθέτη να προβλέπει και τη δυνατότητα προσφυγής στη Διαιτησία έστω και από το ένα μέρος, ώστε να μη παραμένει αρρύθμιστο σημαντικό μέρος της συλλογικής διαφοράς».
Σύμφωνα με την ΟΤΟΕ, η απόφαση του ΣτΕ έχει μεγάλη συνδικαλιστική και πολιτική σημασία, γιατί επαναφέρει στη δημοκρατική τάξη τη θεσμική λειτουργία του Συντάγματος, των Νόμων και των κανόνων δικαίου, που αφορούν στις Συλλογικές διαπραγματεύσεις, στις Συμβάσεις και στα δικαιώματα των εργαζομένων.