Συνέντευξη στον Μιχάλη Σιάχο www.edromos.gr |
Η κατάσταση πιέζει για έναν άλλο τύπο συνδικαλισμού
Την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου συλλογικότητας και συντονισμού από τα κάτω, ξεπερνώντας αμαρτίες του μεταπολιτευτικού παρελθόντος εκτιμά ο εργατολόγος Δημήτρης Περπατάρης ως ανάγκη στις σημερινές συνθήκες ξηλώματος του κράτους πρόνοιας και κάθε θεσμικής και συλλογικής αντίστασης. Ο ίδιος μιλώντας στον Δρόμο της Αριστεράς θέτει ένα σοβαρό προβληματισμό για το αύριο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, τους στόχους του και εκφράζει την πεποίθησή του σε μια αντεπίθεση με όρους μικρών και μεγάλων νικών.Κύριε Περπατάρη, από την προηγούμενη Δευτέρα οι εργαζόμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια εντελώς νέα κατάσταση στην αγορά εργασίας. Το νέο Μνημόνιο, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες παρεμβάσεις, καταλύουν σχεδόν το σύνολο των προστατευτικών ρυθμίσεων. Τι απομένει από το Εργατικό Δίκαιο μετά από όλα αυτά;
Θα έλεγα ότι από την προηγούμενη Δευτέρα, στο όνομα του 2ου Μνημονίου, της δανειακής σύμβασης και των ταχύρρυθμων εφαρμοστικών τους νόμων περνάμε και θεσμικά στην -κατά τους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού- μετά-προστατευτική φάση του Εργατικού Δικαίου. Σε μία αντίληψη, δηλαδή, ατομικής «διαπραγμάτευσης και σύμβασης» όλων, ακόμη και των πιο ουσιωδών όρων της ατομικής -και μόνον- σύμβασης εργασίας, με απόλυτα ελαστικοποιημένες και αποδεκτές ως προς την τυπική/νομική μορφή και το περιεχόμενο σχέσεις εργασίας, χωρίς οποιοδήποτε έστω και κατ’ ελάχιστο προστατευτικό πλαίσιο και όπου μόνο δικαίωμα του εργαζόμενου/απασχολήσιμου είναι ο όποιος μισθός (ως είδος αντιπαροχής) για ήδη παρασχεθείσα εργασία. Αντιπαροχή, βέβαια, που όλο και περισσότερο θα αμφισβητεί η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της από την άλλη. Στο νέο ερημωμένο από θεσμικές/συλλογικές εγγυήσεις τοπίο δεν έχουν θέσει συλλογικές συμβάσεις εργασίας, έννοια ελαχίστων αποδοχών, θεσμοθέτηση κανόνων ως προς τον χρόνο και το είδος της απασχόλησης, απαγορεύσεις κατάχρησης και όρια στο διευθυντικό δικαίωμα και τις απολύσεις. Ξηλώνονται στο σύνολό τους ρυθμίσεις που κατακτήθηκαν με πολύχρονες διεκδικήσεις και αγώνες, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα σε ρυθμίσεις προ κράτους πρόνοιας, πλήρους απορρύθμισης τόσο στον τομέα του ατομικού όσο και του συλλογικού Εργατικού Δικαίου, σε μία εποχή που, όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ολόκληρο το Εργατικό Δίκαιο, το σύνολο δηλαδή των ρυθμίσεών του, θα είναι καταγεγραμμένο σε μία σελίδα.
Το χτύπημα των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων αλλάζει τα δεδομένα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ποιες, κατά την άποψή σας, είναι οι προοπτικές διεκδικήσεων από δω και πέρα;
Στο πλαίσιο της πολιτικής για τα εργασιακά και ασφαλιστικά ζητήματα που σας ανέφερα, δεν υπάρχει έννοια συλλογικού και έννοια δημοσίου συμφέροντος. Ο στόχος είναι η πλήρης εξατομίκευση και η πλήρης ιδιωτικοποίηση. Ει δυνατόν των πάντων. Είναι η μεγάλη, η ιστορική ευκαιρία για την υιοθέτηση και θεσμική πραγμάτωση των πιο ακραιφνών εργοδοτικών απαιτήσεων με την ισοπέδωση κάθε συλλογικής και θεσμικής αντίστασης, τόσο εντός όσο και εκτός του συστήματος ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό ο εύκολος να διατυπωθεί στόχος του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος (μεγάλη λέξη που πρέπει να ξαναποκτήσει περιεχόμενο) είναι η υπεράσπιση και αποκατάσταση αυτής της συλλογικής και προστατευτικής για το αδύναμο μέρος της εργασιακής σύμβασης διάστασης των εργασιακών (μισθολογικών και μη) και ασφαλιστικών (συνταξιοδοτικών και μη) δικαιωμάτων. Και όλα αυτά μέσα από την αποκατάσταση της ύπαρξης εργασιακών σχέσεων, δηλαδή της διατήρησης-διασφάλισης-επανακατάκτησης θέσεως, αφού όπως και ιστορικά και θεωρητικά έχει αποδειχθεί ότι η ανεργία, ως ο απόλυτος άοπλος τρομοκράτης, κάνει πάντα πιο επισφαλή τη διαπραγματευτική και διεκδικητική στάση των εργαζομένων. Από τη διατύπωση αυτών των στόχων και πέρα ξεκινάνε οι προβληματισμοί, τα υπαρξιακά για το συνδικαλιστικό κίνημα ερωτήματα αυτής της νέας, ιστορικής θα έλεγα, για τις εργασιακές σχέσεις περιόδου: τα αιτήματα υπεράσπιση-διεύρυνση ή και τα δύο και σε ποιον συνδυασμό, με τις ίδιες ή άλλες/νέες συνδικαλιστικές δομές και συλλογικότητες και ποιες, με ποια συμπεράσματα από τη μέχρι σήμερα δράση και σε ποια προοπτική αξιοποίησής τους, ενότητα στη δράση στους προγραμματικούς στόχους και με ποια χρονική και ιεραρχική σειρά, σχέσεις με τις πολιτικές εξελίξεις και τα πολιτικά υποκείμενα, διεύρυνση με νέου τύπου κατηγορίες εργαζομένων/ ανέργων/οικονομικών μεταναστών, ποιες και πώς. Και βεβαίως με τη χρονική παράμετρο ότι για όλα τα πιο πάνω δεν υπάρχει δυστυχώς ούτε χρόνος ούτε χρήμα με την έννοια ότι καθημερινά θα υπονομεύεται ολοένα και περισσότερο και η δυνατότητα χρηματοδότησης άρα και οικονομικής αυτοτέλειας των συνδικάτων.
Πόσο εφικτή γίνεται στο εξής η απόκρουση εφαρμογής των οριζόντιων περικοπών, στη βάση της εφαρμογής τής μείωσης 22% στο βασικό εισαγωγικό μισθό; Υπάρχουν νομικά βήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα συνδικάτα;
Θεωρώ πρωταρχική τη συλλογική εξέγερση και αντίσταση. Η όποια νομική υπεράσπιση και απόκρουση δεν μπορεί παρά να συνεπικουρεί μια τέτοια δράση, αφού ολοένα και περισσότερο θα σχετικοποιούνται και τα περιθώρια που θα αφήνονται για νομική δράση. Η επίσκεψη της τρόικας στα Δικαστήρια, το νέο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που καθιστά την εργατική δίκη ακριβότερη και δυσκολότερη, ως προς τις δικαστικές επιδιώξεις των εργαζομένων (θεσπίζει επί παραδείγματι ατομικό παράβολο διακοσίων ευρώ, ως διαδικαστική προϋπόθεση της κατ’ έφεση δίκης), η αναγόρευση του «υπέρτερου» «δημόσιου» συμφέροντος δηλαδή των Μνημονίων ως μέτρου και κριτηρίου νομιμότητας και συνταγματικότητας των νέων μέτρων είναι τα αποδεικτικά στοιχεία των διαπιστώσεών μου. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν πρέπει να αξιοποιηθούν και νομικές δυνατότητες και νομικά επιχειρήματα που αναδεικνύουν τις αντιφάσεις και αναδεικνύουν της ωφέλιμες ρωγμές του νέου εποικοδομήματος. Αναφέρω ενδεικτικά -και όχι περιοριστικά- την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων για τις συλλογικές συμβάσεις και διαπραγματεύσεις (κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας), την καταστροφή ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της Μεσολάβησης-Διαιτησίας, της κανονιστικής εμβέλειας των ελαχίστων ορίων των κλαδικών, ομοιοπεγγαλματικών και της Εθνικής Γενικής Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η συμπροσβολή κοινωνικών, ασφαλιστικών και πολλών άλλων παροχών (επιδόματα ανεργίας, συντάξιμες αποδοχές, ύψος αποζημίωσης απόλυσης κ.ά.), η πλήρης καταστρατήγηση οποιασδήποτε αρχής ισότητας, ιδιαίτερα για τους νέους κάτω των 25 ανέργους και εργαζόμενους, την πιο ευπαθή δηλαδή και απροστάτευτη εργασιακά κατηγορία, ωμή παραβίαση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και άλλα πολλά.
Μιλώντας για συλλογική εξέγερση και αντίσταση νομίζω ότι εννοείτε και μια ανάλογη προσαρμογή στο συνδικαλιστικό κίνημα. Βλέπετε ότι αυτή η κατά μέτωπο επίθεση στο σύνολο του Εργατικού Δικαίου θα επιφέρει αλλαγές στη διάρθρωση και τους αγώνες που θα αναπτυχθούν στο άμεσο μέλλον;
Το τέλος και της συνδικαλιστικής μεταπολίτευσης μαζί με αυτονόητους κραδασμούς στο επίσημο οικοδόμημα, λόγω της σφοδρότητας και διάρκειας των μέτρων της αντεργατικής θύελλας που φαίνεται να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, θα συνοδεύεται σίγουρα και από πόνους και μεγάλες πληγές. Πιστεύω όμως ότι θα είναι και η απαρχή μιας νέας εποχής που θα προσφέρει τουλάχιστον την ιστορική ευκαιρία• πρώτον, να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της δράσης, δεύτερον να διαλυθεί κάθε αυταπάτη ατομικής αντιμετώπισης, τρίτον να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη συλλογικών αντιστάσεων και τέταρτο και δυσκολότερο όλων, κατά την κρίση μου, να επιχειρηθεί η οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου συλλογικότητας και συντονισμού από τα κάτω, χωρίς τα λάθη αλλά και τις αμαρτίες του μεταπολιτευτικού παρελθόντος που σήμερα πληρώνονται, στηριγμένου σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση, συλλογικότητα στη δράση, χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονισμούς που θα συμπαρασύρει και θα αποδεσμεύει, που θα γίνεται πειστικό όταν γίνεται και αποτελεσματικό. Με την έννοια και τις προϋποθέσεις αυτές πιστεύω σε μία αντεπίθεση, αφού θα έχει όρους μικρών αλλά και μεγάλων νικών και θα ξεπερνάει τουλάχιστον κατά πολύ τις θλιβερές πλευρές εκείνης της εμπειρίας των τελευταίων ετών που θα μπορούσα, συνοπτικά, να χαρακτηρίσω ως «άλλοθι αγωνιστικών κινητοποιήσεων».
Υπάρχει ανάλογη εμπειρία από άλλες χώρες όπου έδρασε το ΔΝΤ και πώς μπορεί να την αξιοποιήσει το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας;
Η εμπειρία δείχνει δύο δρόμους αυτή της πρό(σ)κλησης για νέες δράσεις με νέα προοπτική συντονισμού και ενότητας. Ενότητα στηριγμένη σε κατακτημένους στόχους και συμπεράσματα (η θετική θα έλεγα προοπτική), αλλά και την αρνητική εμπειρία των περιχαρακωμένων επιχειρησιακά, κλαδικά-ομοιοεπαγγελματικά ή και τοπικά (για να θυμηθούμε τα περίφημα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης) «νησίδων» διασφάλισης που παραχωρούνται με μεγάλες θυσίες από την εργατική πλευρά και που στο τέλος απέδειξαν ότι ούτε τα συμφωνημένα για τις θέσεις εργασίας διασφάλισαν, αφού συμπαρασύρθηκαν και αυτές από την ορμή της μεγάλης πλημμύρας. Η αρνητική αυτή εμπειρία θα μπορούσε και θα πρέπει να αξιοποιηθεί και για την -επιτέλους- υπέρβαση στεγανών και στην ελληνική εμπειρία, για παράδειγμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τακτικού προσωπικού και συμβασιούχων ή υπό ελαστικές σχέσεις εργασίας εργαζομένων και άλλες τέτοιου είδους διαιρέσεις που χάνουν το δάσος που κινείται συντεταγμένα εναντίον των μισθολογικών και εργασιακών ελάχιστων γραμμών.
Σε κάθε ιστορική εμπειρία από το χρονικό του σοκ και του δέους και της κατοχικής επέμβασης του ΔΝΤ σε χώρες όλου του κόσμου, η εργασιακή ανθρωπογεωγραφία ανέδειξε χρήσιμες και αποτελεσματικές μορφές συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης. Μια δύσκολη, αλλά απόλυτα αναγκαία δράση στη νέα εποχή. Θα έλεγα ότι στο βαθμό που η επίθεση αυτή παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας δομικής πανευρωπαϊκής αλλά και παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, είναι και μια ιστορική ευκαιρία για τον εμπλουτισμό και τη δράση των τοπικών κινημάτων και δράσεων. Πολύτιμες παρακαταθήκες υπάρχουν από τις μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και τις συντονισμένες πορείες μέχρι την ανταλλαγή συνθημάτων, στόχων και εμπειριών. Θα έλεγα, όμως, ότι ήρθε η εποχή για μια αναβαθμισμένη πολλαπλή δράση που θα κάνει επιτέλους αντάξια την εργατική πλευρά στο μέγεθος της επίθεσης που σήμερα δέχεται.