ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ


ΑΡΘΡΟ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗ για
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ – ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ της 7ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
 

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Η νέα φάση της διαθεσιμότητας δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την συστηματική προσπάθεια της Κυβέρνησης του μνημονίου να επιβάλλει τους αριθμητικούς στόχους των απολύσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στόχους για τους οποίους έχει δεσμευτεί και μπροστά στους οποίους το Σύνταγμα, οι Νόμοι και η ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να παρα-βιαστούν. Αρχές όπως :
·         Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2, 4 παρ. 1, 5, 20 παρ. 2, 25 και 26 του Συντ.) υπό την ειδικότερη έκφανση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου ή από το εκάστοτε προσβαλλόμενο ατομικό δικαίωμα (συρροή συνταγματικών θεμελίων). Σε κάθε περίπτωση όμως η αρχή αυτή αποτελεί και θεμελιώδη αρχή του Κοινοτικού δικαίου. Πράγματι ο νομοθέτης, όταν ανατρέπει μία κατάσταση από την οποία απέρρεαν συγκεκριμένα δικαιώματα υπέρ συγκεκριμένων διοικουμένων, υποχρεούται εκ του Συντάγματος να προσπαθήσει να συμβιβάσει αφενός την ανάγκη προσαρμογής της κατάστασης αυτής στις κοινωνικές εξελίξεις αφετέρου την ανάγκη αποφυγής αιφνιδιασμού και μη ανατροπής παγιωμένων καταστάσεων. Αντίστοιχη υποχρέωση απορρέει κατά συνέπεια και για την δικαστική εξουσία κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας αυτού του κανόνα δικαίου.

·         Ειδικότερα η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης εφαρμόζεται έναντι του νομοθέτη με δύο μορφές, είτε με το εάν από την παραπάνω αρχή απαγορεύεται κατά γενικό τρόπο η αναδρομικότητα των δυσμενέστερων νόμων, είτε με το εάν εμποδίζει η επενέργεια των εκ του χρόνου της δημοσίευσης των ισχυόντων νόμων, έννομες συνέπειες και καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί υπό το κράτος του προϊσχύοντος δικαίου. Η παραπάνω αρχή θεμελιώνεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους και στην ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων έναντι του διοικούμενου. Η εύλογη εμπιστοσύνη και πεποίθηση που αισθάνεται ο πολίτης δημιουργεί ασφάλεια δικαίου, μία από τις βασικές συνιστώσες του κράτους δικαίου, η παραβίαση της οποίας από οποιαδήποτε εκδήλωση κρατικής δραστηριότητας με την έκδοση διοικητικών πράξεων δημιουργεί λόγο ακύρωσης αυτών για παράβαση κατ’ ουσία διάταξης νόμου. Σύμφωνα λοιπόν, με την αρχή αυτή, δικαιολογημένη και συνεπώς προστατευτέα είναι η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στη βασικά μη απρόβλεπτη και αυθαίρετη επέμβαση του κράτους σε υφιστάμενες και για ικανό χρονικό διάστημα εδραιωμένες έννομες σχέσεις και καταστάσεις ή προσδοκίες, για τις οποίες έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση στο δικαιούχο ότι θα διατηρηθούν. Η αρχή αυτή, η οποία βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου, προβάλλεται τόσο έναντι της Διοίκησης όσο και έναντι της νομοθετικής εξουσίας. Η ελληνική νομολογία υπερβαίνοντας την αρχική δυσπιστία έναντι αυτής της αρχής, έχει αναγάγει την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης σε σταθμιζόμενο συνταγματικό αγαθό. Όπως επισημαίνεται σε αρκετές δικαστικές αποφάσεις «αν και ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να ρυθμίζει υφιστάμενες περιουσιακές σχέσεις έστω και αν προσβάλλονται κεκτημένα δικαιώματα συμβαλλομένων, για να είναι συνταγματικά ανεκτή μια τέτοια επέμβαση θα πρέπει να είναι εύλογη και ανάλογη προς το σκοπό επιβολής της, να μην αντιστρατεύεται εμφανώς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων στη σταθερότητα των εννόμων σχέσεων τους και να ανταποκρίνεται σε αποχρώντες λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος» (ΟλΑΠ 4/1998, ΟλΣτΕ 2/1995, 2193/82). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί με την υπ’ αριθμ. 9/2008 ΑΠ «..Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων που διέπει το κοινοτικό δίκαιο Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και στο εσωτερικό δίκαιο καθόσον αφορά το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων, οι οποίοι δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες ότι αυτές δεν θα μειωθούν αδικαιολόγητα στο μέλλον»


·         Επιπλέον, μια από τις πιο σημαντικές αρχές που διέπλασε η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή της «χρηστής» διοίκησης, ή «αγαθής» διοίκησης, ή της «καλής» διοίκησης ή της «χρηστής και εύρυθμης» διοίκησης, ή των «χρηστών διοικητικών ηθών».  Η εξειδίκευση του περιεχομένου της έννοιας της αρχής της χρηστής διοίκησης από τη νομολογία γίνεται με τρόπο αρνητικό παρά θετικό. Δηλαδή ορίζεται τι δεν πρέπει να κάνει η διοίκηση,  η οποία οφείλει να μην αιφνιδιάζει και να μην διαταράσσει και ταλαιπωρεί χωρίς λόγο και μάλιστα να εξαπατά τον καλόπιστο διοικούμενο. Η χρηστή διοίκηση οφείλει αντίθετα και όταν ακόμη δρα κατά διακριτική ευχέρεια  (προπάντων τότε)  να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του.

·         Επιπρόσθετα, όταν τα κεκτημένα δικαιώματα που θίγονται αφορούν εργασιακά ή κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, διευρύνεται η συνταγματική νομιμοποιητική βάση της αρχής της εμπιστοσύνης και οι ρυθμίσεις που αντιτίθεται σε αυτήν πολύ πιο δύσκολα δικαιολογούνται.

·         Οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας εφαρμόζονται επίσης στην υπηρεσιακή εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά την ορθότερη άποψη, οι εν λόγω αρχές θεμελιώνονται ερμηνευτικά στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 (αρχή ισότητας) και 5 παρ. 1 Συντ. (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) σε συνδυασμό με τη δημοκρατική αρχή (ιδίως άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ.) και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Συγκεκριμένα, η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί πρωτίστως εξειδίκευση των αρχών της αναλογικής ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ η αρχή της διαφάνειας απορρέει ιδίως από την αρχή του κράτους δικαίου και συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της αρχής της αξιοκρατίας.  Τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας αναγνωρίζει εξάλλου και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με αυτή: «Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων» (Σ.τ.Ε. 1236/2003, ΤοΣ, τ. 2003. 339), ενώ σε άλλες αποφάσεις του γίνεται λόγος για την «απορρέουσα από την αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας» (Βλ. ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 2096/2000, Τμ. Γ΄, ΤοΣ 2000, σ. 1288,  Σ.τ.Ε. 1446/2003, 1252/2003, ΕΔΔΔΔ 2003, σ. 787 επ., 1236/2003, ΤοΣ, τ. 2/2003, 900/2003, ΤοΣ, τ. 2/2003, σ. 331). Η τήρηση των αρχών της αξιοκρατίας και αμεροληψίας πρακτικά μεταφράζεται στο δικαίωμα καθενός να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας και κατ’ ακολουθία συνεπάγεται για τον νομοθέτη, όταν θεσπίζει προσόντα και προϋποθέσεις για την κατάληψη δημοσίων θέσεων ή για την αποχώρηση από αυτές, να μην προβαίνει σε διακρίσεις βάσει κριτηρίων άσχετων προς τις ικανότητες και τα προσόντα του υποψηφίου. Αντίθετα, οφείλει κατ’ επιταγή των ανωτέρω αρχών να αξιολογεί την προσωπική αξία και καταλληλότητα του κάθε εργαζομένου ξεχωριστά, τα προσόντα του, τις πραγματικές του γνώσεις, τις παρεχόμενες υπηρεσίες του, την εμπειρία του. Εν προκειμένω, η θέση μου σε διαθεσιμότητα έγινε βάσει των τυχαίων αριθμητικών κριτηρίων της υποπαραγράφου Ζ.4 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012. Επιπλέον, ουδείς αποχρών λόγος υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος μπορεί να δικαιολογήσει την εν λόγω παραβίαση των ανωτέρω αρχών. Εξάλλου, ούτε ο τρόπος πρόσληψης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μπορεί να θεωρηθεί ότι «συμβαδίζει» με τις ανωτέρω αρχές, καθώς δεν αποτελεί ασφαλές στοιχείο αξιολόγησης των υπαλλήλων βάσει των ικανοτήτων και προσόντων τους. Σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, με βάση τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και αμεροληψίας, η απουσία οιασδήποτε αξιολόγησης, για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα αναγόμενο στην υπηρεσιακή κατάσταση, όπως είναι η θέση σε διαθεσιμότητα, με δραματικές συνέπειες για την προσωπική, οικονομική και επαγγελματική τους ζωή, συνιστά δε το προστάδιο της απόλυσης. 

·         Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, επί της οποίας εδράζεται και η αρχή της αναλογικότητας και αξιοκρατίας εν σχέσει με τους υπολοίπους υπαλλήλους της υπηρεσίας, αφού δεν υπήρξε συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων αυτών .Υπό την έννοια αυτή και με δεδομένο ότι, όπως προκύπτει , από το Νομοθετικό καθεστώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη σε καμία περίπτωση αντικειμενικά κριτήρια για την προωθούμενη κατάργηση, αφού δεν υπάρχει καμία μελέτη ή αξιολόγηση ότι η υπό αποχώρηση υπάλληλοι «δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των φορέων στους οποίους ανήκουν οργανικά».

·         Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Συντάγματος « 1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. …… 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται η νομική ισότητα των Ελλήνων πολιτών, η οποία νοείται αφ’ ενός ως ισότητα όλων των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του Νόμου και αφ’ ετέρου ως ισότητα των ρυθμίσεων και του περιεχομένου του Νόμου προς το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Η αρχή αυτή δεσμεύει τόσο τον νομοθέτη όσο και τη διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα όχι μόνο των πολιτών ενώπιον του νόμου, αλλά και του νόμου ενώπιον των πολιτών.

·         Κατά την διάταξη αυτή οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, θεσπίζεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του τελευταίου (του νόμου) έναντι των πρώτων, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες διακρίσεις και εξαιρέσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΣτΕ 204/2010, Ολ.ΑΠ 3/1997, 7/1993, 6/1992).

·         Τέλος , ως συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών κατά την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντ, εννοούνται οι, κάθε λογής και με διάφορες ονομασίες, φόροι, τέλη, δασμοί, εισφορές κ.λ.π., τακτικοί ή έκτακτοι ή και «εφάπαξ», που αποτελούν αναγκαστικές παροχές μονομερώς των φορολογουμένων προς το κράτος, χωρίς ειδική αντιπαροχή από μέρους του και χωρίς να έχουν το χαρακτήρα της χρηματικής ποινής. Γενικότερα η υποχρέωση της «χωρίς διακρίσεις» συνεισφοράς των πολιτών, πρέπει να εννοηθεί, όπως και στη γενική αρχή της ισότητας, ότι αποκλείει τις αυθαίρετες και αδικαιολόγητες, από υποστηρίξιμους λόγους  γενικότερης κοινωνικής ή και οικονομικής σκοπιμότητας, νομοθετικές διακρίσεις, είτε στην επιβάρυνση είτε στην απαλλαγή. Έχει δε κριθεί ότι κάθε δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον δεν δικαιολογεί παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας και των ειδικότερων μορφών της, ήτοι της αρχής της αμεροληψίας και αξιοκρατίας (ΣτΕ 477/1989. 771/1997, 2665/1995, 2077/1999, 2096/2000, 3115/2002, 153/2003). Κάθε παρέκκλιση, απόκλιση ή περιορισμός της αρχής αυτής θα πρέπει να συνιστά «προϊόν» δικαιϊκής και αξιακής στάθμισης μεταξύ των διακυβευόμενων αγαθών και συμφερόντων, η οποία μάλιστα θα πρέπει να διενεργείται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά και βάσει των ειδικότερων συνθηκών που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση. Κατά την έννοια αυτή, τα κριτήρια που ο νομοθέτης και ο δικαστής θεσμοθετούν ως ικανά να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση είναι κριτήρια αυστηρώς αξιολογικά, αντικειμενικά και αξιοκρατικά, που αφήνουν στη Διοίκηση εξαιρετικά στενά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας και αιτιολογημένης κρίσης (Ολ ΣτΕ 1252, 1253/2003, ΟλΣτΕ 2396/2004).

Από όλα τις παραπάνω αρχές γίνεται προφανές ότι μιλάμε για αδιάκριτες οριζόντιες ομαδικές απολύσεις  μόνο και μόνο για να εκπληρωθούν οι ποσοτικοί στόχοι απορφάνισης της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης . Είναι όμως ακόμη πιο προφανές ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να συναντήσουν την καθολική αντίσταση των εργαζομένων και των συλλογικών φορέων τους, αντίσταση που δεν αφορά μόνο τις θέσεις απασχόλησης αλλά το ίδιο το παρόν και μέλλον στοιχειώδους λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας .


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ  ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ - ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΟΣ