Συνοπτική παρουσίαση του σκεπτικού της απόφασης της Ολομέλειας τουΆρειου Πάγου για τους συμβασιούχους

Δημοσιεύθηκε χθες η απόφαση 7/2011 της Ολομέλειας ΑΠ που κάνει δεκτή την αναίρεση συμβασιούχων του ΟΠΑΠ κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και αναπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Η πλειοψηφία (26-20) του ΑΠ αναφέρει:
«Αποτελεί έργο του δικαστηρίου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που δίνουν οι δικαιοπρακτούντες, ο νόμος, ο κανονισμός που έχει ισχύ νόμου. Σημειώνει ότι το ίδιο έχουν δεχθεί και οι αποφάσεις Ολομέλειας 18/2006 και 19/2007, η δεύτερη καθόσον αφορά μόνο το μέχρι 17.4.01 διάστημα που άρχισε να ισχύει η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων του άρθρου 103 του Συντάγματος.

Ερμηνεύοντας τον Κ.Πολ.Δ. δέχεται ότι το δικαστήριο β’ βαθμού εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρει επίσης ότι εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παράλληλα άλλες νεότερες διατάξεις που δεν έχουν αναδρομική ισχύ και που δεν καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση.

Αναφέρει ότι πριν από την Κοινοτική Οδηγία 1997/70 που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη στις 2.4.03 με το Π.Δ. 81/2003 η διασφάλιση των εργαζομένων γινόταν με το Ν. 2112/20 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 του Συντάγματος. Κατά την παγιωθείσα νομολογία ο Ν. 2112 αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου με πληρέστερη προστασία και από τη μεταγενέστερη Κοινοτική Οδηγία εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας.

Επισημαίνει ότι οι ενάγουσες καθαρίστριες προσλήφθηκαν το ‘90 και ‘91 με ημερήσιες συμβάσεις και το ‘95-‘97 όταν μειώθηκε το πενθήμερο ωράριο εργασίας τους σε τέσσερις και σε τρεις ημέρες υπέβαλαν αγωγή για αναγνώριση των συμβάσεών τους ως αορίστου χρόνου και για διαφορές αποδοχών. Ο ΑΠ κρίνει ότι η αγωγή αυτή σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις ( μέχρι 31.12.97) είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες, κατά το χρόνο δημοσίευσης (27.4.98) της πρωτόδικης απόφασης του ειρηνοδικείου, κανόνες δικαίου με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής, ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/20 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ 1 και 3 του Συντάγματος. Διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις (λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεως) εργασίας των εναγουσών είχαν προσλάβει ήδη ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, τον χαρακτήρα σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειάς τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας με βάση σχετικές ρυθμίσεις του Εσωτερικού του Κανονισμού, και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της οδηγίας 1999/70 και του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση εργασίας των αναιρεσειουσών, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο οργανισμό, συνεχιζόταν ακόμη και ήταν ενεργός κατά την έναρξη ισχύος τους. Η μειοψηφία υποστήριξε τις αντίθετες θέσεις της εισήγησης Δουλγεράκη και της πρότασης 5 ότι δεν ήταν δυνατή η μετατροπή λόγω του άρθρου 103 του Συντάγματος, του κανονισμού του ΟΠΑΠ , του Ν. 2190/94 κ.λπ.

(Θα ακολουθήσει η ανάρτηση του πλήρους κειμένου της καθώς και αναλυτικός σχολιασμός της)